πηνίκα

πηνίκα
πηνίκα
Grammatical information: adv.
Meaning: `when?' (Att.)
Origin: IE [Indo-European] [644] *kʷo- `who?'
Etymology: From the interrog. pron. after ἡνίκα.

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πηνίκα — at what precise point of time? at what hour? indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πηνίκα — Α επίρρ. 1. σε ποιο ακριβώς χρονικό σημείο, πότε ακριβώς («πηνίκ ἐστὶν ἄρα τῆς ἡμέρας;», Αριστοφ.) 2. φρ. «πηνίκα μάλιστα;» τί ώρα περίπου είναι; (Πλάτ.) 3. φρ. «πηνίκ ἄττα;» κατά ποια ώρα περίπου; (Αριστοφ.) 4. αντί τού πότε; («πηνίκα πεύσεται …   Dictionary of Greek

  • πηνίκ' — πηνίκα , πηνίκα at what precise point of time? at what hour? indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οπηνίκα — ὁπηνίκα, δωρ. τ. ὁπανίκα (Α) επίρρ. 1. σε όποια ή σε ποια ώρα ή ημέρα ή σε τί καιρό («ὁπηνίκα χρὴ ὁρμᾱσθαι», Θουκ.) 2. όταν («ὁπηνίκα γὰρ ὁ θεὸς τὸν ἄνθρωπον κατεσκεύαζε...», ΠΔ) 3. με την υπόθεση ότι («ὁπηνίκα ἐφαίνετο ταῡτα πεποιηκώς», Δημ.) 4 …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”